Τρίτη, 10 Φεβρουαρίου 2015 14:51

Ο βίος της Αγίας Αγάθης

Εορτάζουμε τη μνήμη της Αγίας Αγάθης στις 5 Φεβρουαρίου

 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.Θείας πίστεως.

Ρόδον εὔοσμον, τῆς παρθενίας, νύμφη ἄφθορος, τοῦ Ζωοδότου, ἀναδέδειξαι Ἀγάθη πανεύφημε• τῶν ἀγαθῶν τὴν πηγὴν γὰρ ποθήσασα, μαρτυρικῶς ἐν τῷ κόσμῳ διέπρεψας. Μάρτυς ἔνδοξε, λιταῖς σου θείαις ἀγάθυνον, τοὺς πόθῳ μεγαλύνοντας τοὺς ἄθλους σου.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Στολιζέσθω σήμερον ἡ Ἐκκλησία, πορφυρίδα ἔνδοξον, καταβαφεῖσαν ἐξ ἁγνῶν, λύθρων Ἀγάθης τῆς Μάρτυρος• χαῖρε, βοῶσα, Κατάνης τὸ καύχημα.


Η Αγία Αγάθη καταγόταν από το Παλέρμο της Σικελίας και έζησε στα χρόνια του Βασιλιά Δεκίου (249-251 μ.Χ.). Η οικογένειά της ήταν εύπορη, καθώς διέθετε μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία. Οι γονείς της ήταν ειδωλολάτρες, ωστόσο από μικρή η Αγάθη είχε δείξει την αγάπη της για το Χριστιανισμό. Διέθετε μοναδική ομορφιά τόσο εξωτερική, όσο και εσωτερική.
Σε ηλικία 15 ετών, η Αγάθη, έμεινε ορφανή και από τους δύο γονείς της. Τότε, βρισκόταν στην περιοχή Κατάνη, όπου δέχθηκε πολλές προτάσεις για γάμο, με απώτερο σκοπό των μνηστήρων να σφετεριστούν την περιουσία της, τις οποίες αρνήθηκε, έχοντας πάντα στο μυαλό της το Χριστό. Βαδίζοντας λοιπόν, από τόσο νεαρή ηλικία στο δρόμο της ευλάβειας και της Χριστιανοσύνης, αποφασίζει να αφιερώσει όλη της την περιουσία στους συνανθρώπους της που είχαν ανάγκη. Οργάνωσε μεγάλη φιλανθρωπική κίνηση και με το επιτελείο της περιέθαλπε τους δυστυχισμένους του τόπου της.
Όπως αναφέραμε ήδη, η Αγία Αγάθη έζησε τα χρόνια Βασιλείας του Δεκίου, ο οποίος για να ανέλθει στο θρόνο, σκότωσε τον προκάτοχό του Φίλιππο. Για να απαλλαχθεί μάλιστα από την κατηγορία, υποστήριξε ότι τον σκότωσε επειδή ήταν χριστιανός. Με αφορμή λοιπόν, την αιτιολογία του, ξεκίνησε μεγάλο διωγμό κατά των χριστιανών.

Η αρχή των μαρτυρίων
Υπεύθυνος των διωγμών αυτών σε όλη τη Σικελία ορίστηκε ο έπαρχος Κυντιανός, ένας φιλόδοξος και σκληρός άνθρωπος, ο οποίος εκδίωξε φανατικά και απάνθρωπα τους χριστιανούς. Μαθαίνοντας ο Κυντιανός ότι στην επαρχία του υπάρχει η ορφανή Αγάθη, που διέθετε μοναδική ομορφιά, άφθονο πλούτο, αλλά και ευγενική καταγωγή, θέλησε να την κάνει γυναίκα του.  
    Αμέσως, έδωσε εντολή να την φέρουν μπροστά του. Όπως λέει η παράδοση, ήταν τέτοια η ομορφιά της, η οποία άφησε τον έπαρχο άφωνο για αρκετή ώρα. Για αρκετή ώρα προσπαθούσε με υποσχέσεις να πείσει την Αγία να δεχθεί την πρότασή του, αλλά οι απόλυτες απαντήσεις που άκουγε από τη 15χρονη κοπέλα, του έδωσαν να καταλάβει πως με κανέναν τρόπο δε θα την κατάφερνε να γίνει γυναίκα του.
Ωστόσο, ο σκληρός Κυντιανός δεν τα εγκατέλειψε τόσο εύκολα. Κάλεσε τη Φροντισία, μία γυναίκα η οποία μαζί με τις εννέα της κόρης ζούσαν άσεμνο βίο, και τους έταξε πολλά πλούτη εάν έπαιρναν την Αγάθη σπίτι τους και την κατάφερναν να αλλάξει στάση ζωής και να δεχθεί να γίνει γυναίκα του. Τον ένα μήνα που έμεινε στο σπίτι των άσεβων αυτών γυναικών η 15χρονη Αγάθη, οι δέκα γυναίκες της ασκούσαν ψυχολογικό εκβιασμό, ενώ την άφηναν χωρίς φαΐ, νερό, ακόμα και ύπνο. Όμως δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, γι’αυτό και η μάνα πήγε στον έπαρχο για να τον ενημερώσει πως δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα.
Εκείνος ζήτησε να εμφανιστεί για δεύτερη φορά μπροστά του η Αγάθη, η οποία αρνήτε και πάλι να γίνει γυναίκα του. Εκείνος την ρώτησε για την καταγωγή της και εκείνη απάντησε: «Εγώ είμαι γυναίκα ελεύθερη, γεννημένη από τους ευγενικότερους άρχοντες αυτής της πόλης, όπως γνωρίζουν όλοι οι συμπολίτες μου». Ο Κυντιανός, αναρωτήθηκε όμως: «Εάν είσαι ελεύθερη, όπως λες, γιατί κάνεις έτσι, σαν να είσαι δούλη κάποιου;» και η Αγία αμέσως αποκρίθηκε: «Γιατί είμαι δούλη του Δεσπότη Χριστού και κανενός άλλου.» Άπιστος άνθρωπος ο έπαρχος, δεν μπορούσε να καταλάβει το μεγαλείο της Αγάθης, γι’αυτό και με απορία την ρώτησε πάλι: «Αν είσαι δούλη, πως είσαι ελεύθερη;» και εκείνη αποκρίθηκε: «Ο τέλειος δούλος του Δεσπότη Χριστού είναι από όλα ελεύθερος και εάν κάποιος είναι αφέντης του εαυτού του, λέγεται φυσικά κύριος όλου του κόσμου και μ' αυτό τον τρόπο είναι ελεύθερος από όλα τα κτίσματα.» Ακούγοντας αυτά ο έπαρχος την κάλεσε να αρνηθεί το Θεό, αλλιώς την απείλησε με θάνατο. Η Αγία Αγάθη όμως, όπως ήταν φυσικό αρνήθηκε και είπε: «Παρακαλώ τον Κύριο μου, να γίνεις όμοιος του θεού σου.». Στα λόγια αυτά ο άθεος άντρας ταράχτηκε και διέταξε να χτυπήσουν την Αγία στο στόμα. Εκείνη όμως, παίρνοντας δύναμη από την δυνατή της πίστη, αποκρίθηκε: «Εγώ για σένα παρακάλεσα να γίνεις όμοιος του θεού σου, και εσύ διέταξες να με δείρουν; Εάν οι θεοί σας είναι καλύτεροι από σας, έπρεπε να με ευχαριστείς, γιατί παρακάλεσα για το συμφέρον σου• εάν είναι χειρότεροι, ντραπείτε που είστε τυφλωμένοι και προσκυνάτε τέτοιους ανόητους θεούς». Αυτή η φράση εξαγρίωσε τον έπαρχο ο οποίος απείλησε την Αγία πως θα τη θανατώσει εάν δεν απαρνιόταν το Θεό της, και εκείνη αποκρίθηκε: «Τις τιμωρίες σου και τα κολαστήρια δεν τα φοβάμαι καθόλου, γιατί, αν με βάλεις σε θηρία ανήμερα, μόλις ακούσουν τ' όνομα του Χριστού, γίνονται ταπεινά και ήμερα σαν πρόβατα. Αν με ρίψεις στη φλόγα για να με κάψεις, οι ουράνιοι άγγελοι θα έλθουν να δροσίσουν τη ζέστη και δριμύτητα της φωτιάς. Αν με ραβδίσεις και ξεσχίσεις τις σάρκες μου και αν με υποβάλεις σε όποια άλλη τιμωρία, έχω βοηθό τον Δεσπότη μου, τον οποίον όλα τα στοιχεία υπακούουν και με το λόγο του όλες οι ασθένειες θεραπεύονται, δαιμόνια διώχνονται, χωλοί περπατούν και άλλα θαυμαστά και τεράστια γίνονται με το νεύμα του μόνο και τη θεία του θέληση. Αυτός λοιπόν θα με ελευθερώσει από όλες τις επινοήσεις σου.». Αποτέλεσμα των λόγων της, ήταν η εντολή του Κυντιανού να την γδύσουν, να την δέσουν σε ένα στύλο, να την ραπίσουν και με μία λόγχη να πληγιάσουν το σώμα της. Η Αγία Αγάθη, όμως, γεμάτη από αγάπη για το Χριστό, παρά τους φρικτούς πόνους της, δήλωνε πως τα βασανιστήρια της προξενούν χαρά, γιατί είναι πρόσκαιρα. Τότε έξαλλος ο σκληρός και απάνθρωπος Κυντιανός, διέταξε να της αποκόψουν τους μαστούς και μετά την φρικτή αυτή πράξη να την οδηγήσουν στη φυλακή, χωρίς να της δώσουν τροφή και χωρίς να την επισκεφθεί ιατρός για να της γιατρέψει τις πληγές.

Η γιατρειά από τον Απόστολο Πέτρο
Ο φιλεύσπλαχνος όμως, Κύριος, φρόντισε για την πιστή δούλη του. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, έλαμψε ένα φως μέσα στο κελί, οι πόρτες άνοιξαν μόνες τους, με θεϊκή δύναμη, και μπροστά στη Αγία εμφανίστηκαν ένας γέροντας και ένας νέος που κρατούσε μία λαμπάδα. Ήταν ο Απόστολος Πέτρος και ο Άγιος Άγγελος φύλακας της ψυχής. Βλέποντας τις πόρτες να ανοίγουν, οι συγκρατούμενοί της, την παρότρυναν να δραπετεύσει για να γλιτώσει το θάνατο, εκείνη όμως, αρνήθηκε λέγοντας πως: «Δεν γίνεται να εγκαταλείψω τον αγώνα και το στεφάνι του μαρτυρίου, να γίνω δε και αιτία να τιμωρηθούν οι φύλακες.» Ο Απόστολος Πέτρος, ευθύς αμέσως, πήγε να γιατρέψει τις πληγές της Αγίας και να αποκαταστήσει τους αποκομμένους της μαστούς. Η Αγία όμως, χωρίς να έχει καταλάβει ακόμα ποιος ήταν ο γέροντας, αρνήθηκε τη βοήθειά του, λέγοντας του πως ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για την σωματική της υγεία, και ο Απόστολος Πέτρος της αποκάλυψε ποιος ήταν: «Γνώριζε, κόρη, οτι εγώ είμαι ο Απόστολος Πέτρος και ιδού θεραπεύτηκες με τη χάρη του Δεσπότη Χριστού.».
Την επόμενη ημέρα, ο έπαρχος την κάλεσε και πάλι να απαρνηθεί το Θεό και εκείνη αποκρίθηκε: «Πως θέλεις να απαρνηθώ το Δεσπότη μου, που μου θεράπευσε τις πληγές μου;». Μη γνωρίζοντας ο Κυντιανός τι είχε συμβεί την προηγούμενη, ζήτησε να ενημερωθεί, και όταν έμαθε για το θαύμα που συνέβη την περασμένη νύχτα, προκλητικά είπε προς την Αγία: «Τώρα θέλω να σε δοκιμάσω. Εάν μπορεί ο Χριστός σου να σε γλιτώσει από το θάνατο.». Διατάζει να ανάψουν μεγάλη φωτιά. Και ήταν τέτοιο το μίσος που ζήτησε πάνω στα αναμμένα κάρβουνα να ρίξουν πίσσα, κεραμίδια και σιδερένια αγκάθια για να τρυπήσουν το σώμα της.  Έγδυσαν την Αγία, της έδεσαν με σιδερένια σχοινιά τα χέρια και τα πόδια και την έριξαν στη φωτιά. Ακόμα και εκείνη την ώρα, η δυνατή πίστη της Αγίας Αγάθης, της έδωσε δύναμη για να προσευχηθεί στον Κύριο. Και οι προσευχές της εισακούσθηκαν! Εκείνη τη στιγμή, έγινε τόσο δυνατός σεισμός που γκρεμίστηκαν πολλά σπίτια και αρκετοί τραυματίστηκαν και πέθαναν. Αμέσως ο λαός εξοργισμένος τρέχει στο παλάτι και ζητά από τον Κυντιανό να απελευθερώσει την Αγάθη. Ο έπαρχος, φοβούμενος τα χειρότερα που μπορεί να ερχόντουσαν, διέταξε να την βγάλουν από τη φωτιά και να την κλείσουνε στη φυλακή.

Η τελευταία προσευχή    
Στη φυλακή η Αγία Αγάθη, γονάτισε και προσευχήθηκε προς τον Κύριο, λέγοντας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μου, που με έπλασες από το τίποτα σε τούτο τον κόσμο, που φύλαξες το σώμα μου άφθορο και αμέτοχο από κάθε σαρκική απόλαυση και με δυνάμωσες να νικήσω τις τιμωρίες των ασεβών τυράννων, χαρίζοντας μου τη δύναμη της υπομονής, λόγο της μεγάλης Σου ευσπλαχνίας, σε παρακαλώ και ικετεύω την αγαθότητα Σου να με δεχτείς σήμερα στη δόξα Σου, για να αξιωθώ να δω με τα ψυχικά μου μάτια το πρόσωπο Σου το Άγιο.» Και εκείνη την ώρα, η Αγία κοιμήθηκε και παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο Ιησού Χριστού, τον οποίο τόσο πολύ πίστεψε, αγάπησε και υπηρέτησε.
    Μαθαίνοντας την είδηση του θανάτου, ο σκληρός και άπιστος έπαρχος, έφυγε αμέσως έφιππος, συνοδευόμενος από στρατιώτες, και κατευθύνθηκε στα κτήματα της Αγίας, ώστε να τα καταλάβει. Ωστόσο, όπως ο ευσπλαχνικός Θεός, δεν επέτρεψε στον Κυντιακό να «καταλάβει» την Αγία, έτσι δεν επέτρεψε να καταλάβει τα κτήματά της. Όταν διερχόταν από ένα ποτάμι, το άλογο ενός στρατιώτη σηκώθηκε όρθιο, δάγκωσε στο στήθος τον έπαρχο και τον έριξε κάτω, ενώ ένα άλλο άλογο τον πάτησε μέχρι θανάτου. Παρ’ότι τριγύρω ήταν αρκετοί στρατιώτες του, κανένας δεν μπόρεσε να τον σώσει, ενώ κανείς δεν μπόρεσε να διασώσει και το άψυχο σώμα του, το οποίο παρασύρθηκε από τον ποταμό και δεν βρέθηκε ποτέ.
    Την ίδια ώρα, οι κάτοικοι της Κατάνης, μαθαίνοντας πως η Αγία κοιμήθηκε, πήγαν στη φυλακή, πήραν το άγιο σώμα της, το έραναν με άρωμα, το τύλιξαν με λευκό σεντόνι και το εναπόθεσαν σε ένα μαρμάρινο πορφυρένιο τάφο. Την ώρα μάλιστα του ενταφιασμού της Αγίας, εισήλθε στην πόλη ένας ψηλός και ωραίος νέος, συνοδευόμενος από εκατό ακόμα νέους σε σειρά ανά δύο, ντυμένοι όλοι στα λευκά. Φτάνοντας στον τάφο της Αγίας, ο ψηλός νέος με μία μαρμάρινη πλάκα έκλεισε τον τάφο της Αγίας και ευθύς αμέσως εξαφανίστηκαν όλοι οι νέοι. Στην μαρμάρινη πλάκα έγραφε: «Νους όσιος αυτοπροαίρετος, τιμή εκ Θεού και πατρίδος λύτρωσης».
    

Το Μοναδικό Θαύμα
Ένα χρόνο μετά το μαρτυρικό θάνατο της Αγίας Αγάθης, στις 5 Φεβρουαρίου του έτους 252 μ.Χ., ένα θαύμα συνέβη στη Σικελία, λίγα χιλιόμετρα μακριά από την πόλη της Κατάνης, όπου έζησε και πέθανε μαρτυρικά η Αγία. Την ημέρα εκείνη εξερράγη το βουνό Αίτνα που βρισκόταν σε εκείνο το σημείο. Η λάβα σαν ποταμός ξεχυνόταν προς την Κατάνης, καίγοντας ότι έβρισκε στο πέρασμά της. Στο θέαμα της λάβας που με ταχύτητα τους πλησίαζε, οι κάτοικοι της πόλης, έτρεξαν στον τάφο της Αγίας Αγάθης, πήραν το μεταξωτό πέπλο με το οποίο είχαν σκεπασμένο τον τάφο της, τον έβαλαν πάνω σ' ένα κοντάρι και βγήκαν όλοι σε λιτανεία. Μετά από λίγο, έκπληκτοι οι κάτοικοι είδαν τη λάβα να επιστρέφει στο βουνό! Το γεγονός αυτό στάθηκε η αφορμή για να τιμούν την Αγία Αγάθη, στην πόλη Κατάνη, όχι μόνο οι χριστιανοί, αλλά και οι αλλόθρησκοι.

Διαβάστηκε 2664 φορές

Δημοφιλή Άρθρα

Ακούστε εδώ το ραδιόφωνο: "ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ"

Πρωτοσέλιδα εφημερίδων