Πέμπτη, 06 Μαρτίου 2014 17:32

«Η Πολυδούρη γράφει για τον Καρυωτάκη, αλλά δεν γράφει όπως ο Καρυωτάκης»

«Η Πολυδούρη γράφει για τον Καρυωτάκη, αλλά δεν γράφει όπως ο Καρυωτάκης»

«Η παγιωμένη εντύπωση ότι η Μαρία Πολυδούρη είναι αποκλειστικά στραμμένη στο ερωτικό της δράμα την αδικεί. Η απόλυτη ανάγκη της έκφρασης, που κάποτε την οδηγεί σε μιαν αμέλεια για τη μορφή, είναι κεντρικό στοιχείο του ποιητικού της ύφους και αποδεικνύει τον αντικομφορμισμό της».

Έτσι εξηγεί την αξία που αναγνωρίζεται σήμερα στην Πολυδούρη, εκατό σχεδόν χρόνια μετά τον θάνατό της, η Χριστίνα Ντουνιά, καθηγήτρια στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και μελετήτρια του ελληνικού λογοτεχνικού μεσοπολέμου, η οποία επιμελήθηκε μια καινούργια έκδοση του συνόλου των ποιημάτων της. Το βιβλίο φέρει τον γενικό τίτλο «Ποιήματα» (μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εστία) και περιλαμβάνει τόσο τις δύο δημοσιευμένες συλλογές της ποιήτριας όσο και τα ανέκδοτα και τα αθησαύριστα κομμάτια.
Η Πολυδούρη, λέει η Χρ. Ντουνιά στη συνέντευξη που παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, επικοινωνεί με την ιδιότυπη κοινωνική διαμαρτυρία του Καρυωτάκη, η ισχυρή της, όμως, ατομικότητα την προστατεύει από τη μίμηση και αυτό τη διαφοροποιεί αυτομάτως από τους ποιητές οι οποίοι εντάσσονται στην κατηγορία του καρυωτακισμού. Η Πολυδούρη γράφει για τον Καρυωτάκη, αλλά δεν γράφει όπως ο Καρυωτάκης. Στην ίδια, άλλωστε, χρωστάμε ορισμένα από τα ωραιότερα δείγματα στην ιστορία της ερωτικής ελληνικής ποίησης».
ΕΡ: Ποια χαρακτηριστικά της ποιητικής ταυτότητας της Πολυδούρη θέλει να αναδείξει η έκδοσή σας; Γιατί να διαβάσουμε την Πολυδούρη σήμερα;

ΑΠ: Η Μαρία Πολυδούρη είναι γέννημα του Μεσοπολέμου, αλλά η δυνατή της ατομικότητα απογειώνει τους κοινούς τόπους της εποχής της και δίνει μια διαχρονικότητα εντυπωσιακή στον στίχο της.

Η δυναμική στάση της απέναντι στα ταμπού και τις προκαταλήψεις μιας κοινωνίας ανδροκρατούμενης και κλειστής, καθορίζει και την καλλιτεχνική της δημιουργία.
 
Η παγιωμένη εντύπωση ότι η Πολυδούρη είναι αποκλειστικά στραμμένη στο ερωτικό της δράμα την αδικεί. Το έργο της δεν είναι μόνο η έκφραση του ερωτικού συναισθήματος μιας νέας γυναίκας που πέθανε στα εικοσιοκτώ της χρόνια.
 
Με άλλα λόγια, η Πολυδούρη δεν γράφει μόνο σπρωγμένη από μια συναισθηματική ενόρμηση: παρατηρεί όχι μόνο το μέσα αλλά και το έξω, κρίνοντας ταυτόχρονα τον εαυτό της και τους άλλους με εντυπωσιακή οξύνοια, γεγονός που την κάνει να ξεχωρίζει όχι μόνο ανάμεσα στις γυναίκες ποιήτριες αλλά και ανάμεσα στους άνδρες συνομηλίκους της.

Η ποίησή της έχει πάντα κάτι να πει, μαρτυρά τη δική της αλήθεια, παράγει τελικά όχι μόνο συγκίνηση αλλά και αισθητική απόλαυση μέσα στην παθιασμένη διεκδίκηση της προσωπικής της κατάθεσης.

Η απόλυτη ανάγκη της έκφρασης, που κάποτε την οδηγεί ακόμα σε μορφική ατημελησία, αναδεικνύεται έτσι ως στοιχείο ενός ιδιαίτερου προσωπικού ύφους, όπου ο κοινωνικός αντικομφορμισμός και η γενναία αποδοχή του επερχόμενου τέλους απελευθερώνουν τη σκέψη και το συναίσθημα.

Η πρότασή μου είναι να διαβαστεί η Πολυδούρη εκ νέου, κάτω από αυτό το πρίσμα.

ΕΡ: Η ερωτική σχέση του Καρυωτάκη με την Πολυδούρη και όλα όσα γράφτηκαν γι' αυτήν επί δεκαετίες δεν επέτρεψαν να διαβαστεί το έργο της αυτοτελώς, αποδεσμεύοντας τις δικές του δυνάμεις. Συγκλίνουν, όμως, κάπου ποιητικά η Πολυδούρη και ο Καρυωτάκης κι αν ναι, πού ακριβώς;

ΑΠ: Ο Κώστας Καρυωτάκης, πέρα από τον ρόλο που διαδραματίζει στην ερωτική ζωή της Πολυδούρη, ή μάλλον ακριβώς εξαιτίας αυτού του ρόλου, θα γίνει αρχικά ένα είδος μέντορα της νεαρής φοιτήτριας με τις καλλιτεχνικές ανησυχίες, ενώ μετά την αυτοκτονία του εκείνη αναζητά με πυρετική εμμονή τα ίχνη του στην ανάγνωση των ποιημάτων του.

Η Πολυδούρη αφομοιώνει τη βαθύτερη ουσία της υπαρξιακής του αγωνίας και επικοινωνεί με την ιδιότυπη κοινωνική διαμαρτυρία του Καρυωτάκη, όμως η ισχυρή της ατομικότητα την προστατεύει από τη μίμηση και σε αυτό διαφοροποιείται από τους ποιητές που εντάσσονται στην κατηγορία του «καρυωτακισμού».
 
Γράφει δηλαδή ποιήματα για τον Καρυωτάκη, αλλά δεν γράφει όπως ο Καρυωτάκης. Θα έλεγα απλουστεύοντας επικίνδυνα ότι ενώ ο ώριμος Καρυωτάκης είναι σκεπτικιστής και ειρωνικός, η Πολυδούρη είναι μια μοντέρνα και λυρική.

ΕΡ: Γιατί η Πολυδούρη δεν κατάφερε να κερδίσει ποτέ την αποδοχή της κριτικής, παλαιότερης και νεώτερης;

ΑΠ: Αυτό δεν είναι απόλυτα σωστό. Η Πολυδούρη έχει κερδίσει την αποδοχή μιας μερίδας κριτικών της λεγόμενης «γενιάς του 1920», του Άγρα, του Παράσχου, του Ουράνη, του Χονδρογιάννη, του Κοτζιούλα, αλλά και του πολέμιου αυτής της γενιάς, δηλαδή του Ανδρέα Καραντώνη.

Κυρίως αντιμετωπίστηκε αδιάφορα έως αρνητικά από τους μοντερνιστές, για τους οποίους ο εξομολογητικός χαρακτήρας της ποίησης, το ευανάγνωστο νόημα των στίχων, η αμεσότητα της έκφρασης, εκλαμβάνονταν ως στοιχεία μιας εύκολης τέχνης.

Αυτά τα «ελαττώματα» πρόβαλαν εντονότερα εξαιτίας των «έμφυλων» χαρακτηριστικών που αποδίδονταν στην ποίηση της Πολυδούρη. Γιατί η έκφραση του συναισθήματος, η θεματική του έρωτα, η απλότητα, αλλά και η μορφική ατημελησία, χαρακτήριζαν σύμφωνα με τους άντρες κριτικούς τη γυναικεία γραφή.

Εκτός από την απαξίωση της παραδοσιακής ποίησης που επέβαλε η καθιέρωση του μοντερνισμού, στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, αλλά και στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, μέσα στην έντονη ανάγκη για συλλογικότητες που απαιτούσε η εποχή, ο έντονα προσωπικός λόγος της Πολυδούρη ήταν επίσης δύσκολο να ακουστεί:

τα ποιήματά της δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για εθνικούς σκοπούς ή κοινωνικούς αγώνες, περιορίζονται στον χώρο του ιδιωτικού, δεν ανήκουν με άμεσο και ευθύγραμμο τρόπο στη δημόσια σφαίρα.

ΕΡ: Η παραγνώριση της κριτικής δεν στάθηκε εμπόδιο για άλλα πρόσωπα της εποχής της Πολυδούρη να χειροκροτήσουν τη δουλειά της και μιλήσουν με ενθουσιασμό γι' αυτήν. Ποιοι και γιατί έσπευσαν να κρατήσουν μια τέτοια στάση;

ΑΠ: Η Πολυδούρη ως ποιήτρια αλλά και ως προσωπικότητα γοήτευε τους νεαρούς συγχρόνους της ποιητές που έγραψαν κριτικές ή της αφιέρωσαν ποιήματά τους, μνημονεύω πρόχειρα τους Γιάννη Ρίτσο, Γιώργο Κοτζιούλα, Μανώλη Κανελλή, Μίνω Ζώτο, Γιάννη Χονδρογιάννη, Κώστα Παπαδάκη, Παύλο Κριναίο, Λιλή Ιακωβίδη.

Από τους παλιότερους και καταξιωμένους, γράφουν γι' αυτήν ο Άγγελος Σικελιανός και η Μυρτιώτισσα.

Οι φεμινίστριες της εποχής με τα περιοδικά τους στάθηκαν ουσιαστικά στο πλευρό της και ανέδειξαν τη σημασία του έργου της. Από τη γενιά του τριάντα έχουμε επίσης έναν σημαντικό υποστηριχτή της: ο Κοσμάς Πολίτης, στην «Εκάτη» μάς γράφει ένα κεφάλαιο αφιερωμένο σχεδόν αποκλειστικά στην ποίησή της.


ΕΡ: Όπως σημειώνετε στο επίμετρο της έκδοσης των ποιημάτων, η φωνή της Πολυδούρη έχει συγκινήσει εδώ και καιρό τους πιο διαφορετικούς ανθρώπους: από συγγραφείς, κινηματογραφιστές και θεατρικούς ή τηλεοπτικούς παραγωγούς μέχρι όσους σερφάρουν στο διαδίκτυο, ανεβάζοντας και διαβάζοντας μανιωδώς τα ποιήματά της.

Σε τι κατά τη γνώμη σας οφείλεται η γέννηση αυτού του ισχυρού δημόσιου ενδιαφέροντος έναν σχεδόν αιώνα μετά τον θάνατό της, ανεξαρτήτως από το τι μπορεί να πιστεύουν οι φιλόλογοι και οι κριτικοί για την περίπτωσή της;

ΑΠ: Ο σημερινός αναγνώστης, αντιμέτωπος με μια πραγματικότητα που παρουσιάζεται θρυμματισμένη και αποσπασματική, μέσα στην κρίση της πολιτικής, αναζητά τις οικείες φωνές της προσωπικής και εξομολογητικής ποίησης.

Στην Πολυδούρη χρωστάμε μερικά από τα ωραιότερα ερωτικά ποιήματα που έχουν γραφτεί στην ελληνική γλώσσα και αυτό θα την κάνει πάντα αξιανάγνωστη. Η σχέση της με τον Καρυωτάκη, ο απεγνωσμένος έρωτας, το πρόωρο τέλος τους και η μνημείωση αυτής της τραγικής πορείας τής ύπαρξης σε ποιητικό κείμενο, επηρεάζουν την πρόσληψη του έργου της.
 
Και αν το πρόδηλο βιογραφικό αποτύπωμα, που με καχυποψία αντιμετώπισαν οι οπαδοί του μοντερνισμού, θεωρήθηκε ως η αχίλλειος πτέρνα τους, το ίδιο αυτό αποτύπωμα προβάλλει ως η ισχυρή συνιστώσα που χαρίζει επικοινωνιακή δύναμη στην ποίηση και των δύο αυτών ισχυρών ποιητικών φωνών.

Επίσης, τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μια στροφή στην ανάγνωση και άλλων ποιητών που γράφουν με τρόπο «παραδοσιακό», ενώ πληθαίνουν τα παραδείγματα σύγχρονων ποιητών που πειραματίζονται και πάλι με τον έμμετρο στίχο.

Οι μελοποιήσεις ποιημάτων της, οι τηλεταινίες και τα θεατρικά έργα, αλλά και η ένταξή της στο πρόγραμμα διδασκαλίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας στη Μέση Εκπαίδευση, συμβάλλουν οπωσδήποτε στη δημοφιλία της Πολυδούρη. Και αντίστροφα όμως: όλα αυτά συμβαίνουν επειδή η ποιήτρια αντέχει στον χρόνο.

ΕΡ: Μετά την έκδοση των ποιημάτων, ετοιμάζετε και μια έκδοση των πεζών της Πολυδούρη. Τι είναι αυτό που θα λέγατε ότι δοκιμάζει να κάνει με την πεζογραφία της και πώς θα τη συσχετίζατε με την ποίησή της;

ΑΠ: Στο τέλος του 1926, πριν φύγει για το Παρίσι, η Πολυδούρη είχε παραδώσει ένα «ρομάντζο» της, όπως η ίδια το λέει στον Χ. Γανιάρη, και περίμενε με αγωνία την έκδοσή του.
 
Η αρνητική απάντηση του εκδότη, η αρρώστια της και όσα τραγικά ακολούθησαν στη διάρκεια του 1928 άφησαν το μυθιστόρημά της στη σκιά. Το μυθιστόρημα αυτό προβλημάτισε με τη μοντέρνα δομή του τους εκδότες του 1926, με τεχνικές εγκιβωτισμένων αφηγήσεων και σύνθετα αφηγηματικά επίπεδα: συνιστούσε μια πρόταση ιδιαίτερα τολμηρή, τόσο στο πεδίο της φόρμας όσο και για τη φεμινιστική της οπτική, και πιστεύω ότι η επαναξιολόγησή του είναι αναγκαία.

Η ιδιαίτερη ικανότητα της Πολυδούρη στην κοινωνική παρατήρηση, αλλά και στην ψυχογραφία των προσώπων, σε συνδυασμό με τη διάθεση τολμηρής αυτοπαρατήρησης διακρίνονται ακόμα και στο ημερολόγιό της.

Το τελευταίο πεζογράφημα με το οποίο καταπιάστηκε είναι ένα αυτοβιογραφικό κείμενο, που ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1928 και αφορά κυρίως στα παιδικά και εφηβικά της χρόνια.
 
Το κείμενο αυτό έμεινε ημιτελές γιατί η Πολυδούρη, με προχωρημένη φυματίωση, αφιερώθηκε αποκλειστικά στην ποίηση. Ο χρόνος πια δεν επαρκούσε...Η φιλολογική έκδοση αυτών των κειμένων, μαζί με κάποια ανέκδοτα ακόμα μικρά κείμενα, νομίζω ότι θα ολοκληρώσει την εικόνα μιας δυναμικής και πολύπλευρης λογοτεχνικής κατάθεσης.

ΕΡ: Το επίμετρο της έκδοσης των ποιημάτων συμπληρώνεται με ένα σχεδίασμα βιογραφίας της Πολυδούρη. Σκέφτεστε να γράψετε τη βιογραφία της; Ποια είναι τα στοιχεία στα οποία θα εστίαζε μια βιογραφία της στις ημέρες μας;

ΑΠ: Μου αρέσουν πολύ οι βιογραφίες, κυρίως βέβαια των λογοτεχνών, αν και στην Ελλάδα δεν είναι είδος ιδιαίτερα καλλιεργημένο.

Η ζωή της Πολυδούρη παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, είναι μια συναρπαστική περιπέτεια, προσωπική αλλά και συλλογική: είναι η μοίρα της συνδεδεμένη με τη μοίρα της γενιάς της.

Ετοιμάζω δηλαδή μια βιογραφία της Πολυδούρη, που βασίζεται σε πολλαπλά τεκμήρια, σε δικά της κείμενα, σε αξιόπιστες μαρτυρίες, αλλά και στη συστηματική μελέτη της εποχής. Ξέρετε, παρά την πολύχρονη έρευνά μου, ακόμα προκύπτουν -και μετά την έκδοση των ποιημάτων!- νέα, άγνωστα στοιχεία για τη ζωή της, αλλά και νέα, άγνωστα έργα της.

Ακόμη και σήμερα διατυπώνεται από ορισμένους το ερώτημα: θα ενδιαφερόμασταν τόσο πολύ για την ποιήτρια αν δεν μας συγκινούσε η ιστορία της;

Έχω τη γνώμη ότι το ερώτημα πρέπει να αντιστραφεί: θα μας απασχολούσε η ζωή της Πολυδούρη αν δεν ήταν καλή ποιήτρια;

Γιατί, αν σήμερα έχει επιτέλους γίνει κοινή η πεποίθηση ότι ο Κώστας Καρυωτάκης διαβάστηκε και αγαπήθηκε όχι επειδή αυτοκτόνησε, αλλά επειδή είναι καλός ποιητής, το ίδιο συμβαίνει και με την περίπτωση της Πολυδούρη.

Απλώς η ζωή αυτών των δύο νέων τρέφει με τόσο συγκλονιστική ειλικρίνεια την ποίησή τους, ώστε δεν είναι εύκολο να απομονώσουμε το έργο τους, όσο και αν μπορεί κάλλιστα να σταθεί αυτόνομο και ανεξάρτητο.

Διαβάστηκε 4226 φορές

Δημοφιλή Άρθρα

Ακούστε εδώ το ραδιόφωνο: "ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ"

Πρωτοσέλιδα εφημερίδων