Την αφήγηση για την ιστορία του καϊκιού «Παναγία Κοίμησης» γράφει ο Παναγιώτης-Κυριάκος Αρώνης «Τσουλάκος» και αποτελεί μέρος από το προσωπικό του ιστορικό και συγγραφικό αρχείο «Η Ελαφόνησος από τις ημέρες του Σταυριανού Αρώνη, έως σήμερα». Το συγκεκριμένο απόσπασμα είναι από το Κεφάλαιο: «ΕΜΠΟΡΟΚΑΙΚΑ. Ελαφόνησος, Νεάπολη».
«Παναγία Κοίμησης» Ν. Καλαμών Αριθ.418, τεσσάρων τόνων. Το καΐκι ήταν ιδιοκτησία του Πέτρου Χ. Αρώνη «Τσουλάκου», που το είχε φτιάξει το 1938 στο Καρνάγιο της Καλαμάτας «…τρεχαντήριον ιστιοφόρον…» αναφέρει το ιδιωτικό συμβόλαιο κατασκευής του. Η έδρα του καϊκιού ήταν στο Τηγάνι Ελαφονήσου. Αρχικά το καΐκι ξεκίνησε ως εμποροκάικο, μεταφέροντας το εμπόρευμά του από τα Βάτικα, το Γύθειο, την Καλαμάτα, την Κρήτη, τον Πειραιά, τις Κυκλάδες, αλλά κι από την Κρήτη προς τη Νότιο Πελοπόννησο και τον Πειραιά.
Όταν δεν μετέφερε ναύλο ο Κυβερνήτης και ιδιοκτήτης του, το χρησιμοποιούσε για «Σκαλιέρικο» (Λάντζα), ώστε να βοηθάει στις «πρωινές και βραδινές βαρκάδες» το άλλο καΐκι, την «Αγία Τριάδα», που είχε τη γραμμή Τηγάνι-Πούντα και παρέμενε με τα κουπιά και το πανί.
Τον επόμενο χρόνο το ξαναπήγε στην Καλαμάτα και στις 5 Ιουλίου 1939 τοποθετήθηκε σε αυτό πεντάρα πετρελαιοκίνητη μηχανή από το εργοστάσιο Αφών Α. Πετεινάρη. Η τοποθέτηση μηχανής αναβάθμισε την ποιότητα του καϊκιού ενισχύοντας τον ρόλο και τη συμβολή του στο νησί. Αφενός συντόμευσε τις αποστάσεις με τα άλλα λιμάνια, αλλά κυρίως το «Παναγία Κοίμησης» εκμηδένισε τη μικρή αυτή απόσταση Τηγάνι-Πούντα ξεκουράζοντας τους κατοίκους, που μέχρι τότε ήταν αναγκασμένοι να ζουν σε μια πρωτόγονη κατάσταση, να τραβάνε όλοι κουπί και να θαλασσοβρέχονται. Το καΐκι αυτό έφερε την πρώτη εξέλιξη «στη Σκάλα» που τη συνέχισαν τα μετέπειτα πετρελαιοκίνητα σκαλιέρικα για να την παραδώσουν στα σημερινά Φέριμποτ.
Το Μάιο του 1941 ανατέθηκε στο «Παναγία Κοιμήσης» να σηκώσει ένα βαρύ ιστορικό φορτίο. Στα Βάτικα έφθαναν συρροή ταλαιπωρημένων, από τον πόλεμο και την πεζοπορία, Κρητικών. Αποκλεισμένοι τώρα από παντού, ζητούσαν να βρουν διέξοδο προκειμένου να μεταφερθούν στη πατρίδα τους - ανάμεσα σε αυτούς πολλοί Εγγλέζοι και Κύπριοι-. Το «Παναγία Κοίμησης» δεν δίστασε καθόλου, «παλαίμαχο» καθώς ήταν, υποτάχθηκε στις βουλές του Κυβερνήτη του κι άρχισε να συναγωνίζεται τα υπόλοιπα βατικιώτικα καΐκια. Ξεκίνησε έτσι, τα αδιάκοπα και αδιάλειπτα νυχτερινά ταξίδια επιβιβάζοντας τους Κρητικούς που κατέφθαναν συνεχώς στη περιοχή μας από τα υπόλοιπα Λακωνικά και Μεσσηνιακά λιμάνια, στη παραλία της Πούντα και του Χαμόκυλου. Από εκεί έγιναν οι περισσότερες επιβιβάσεις προς την ιδιαίτερη πατρίδα τους, πάντα δε κατά την επιστροφή του από τη Κρήτη, έρχονταν φορτωμένο από τους εναπομείναντες μαχητές του Ελληνικού στρατού. Μαχητές και αγωνιζόμενοι που επί ματαίω επιχείρησαν να διαφύγουν προς τη Μέση Ανατολή. Αναφέρεται από τον ιδιοκτήτη και Κυβερνήτη του, ότι το «Παναγία Κοίμησης» μέχρι το 1943 είχε μεταφέρει, από Βάτικα, Μονεμβάσια, Πειραιά, «...άνω των 10.000 Κρητικούς, 1000 Εγγλέζους, και καμιά εκατό πενηνταριά Κύπριους, δεν ήταν πολλοί οι Κύπριοι στα Βάτικα είχαν πάει από Καλαμάτα και φύγανε με τα μεγάλα καΐκι...». Με μεγάλο ρίσκο έφτασε δύο φορές με αποστολή στα παράλια της Τουρκίας στο Τσεσμέ, με παρότρυνση του «Θαρραλέου και δραστήριου Κρητικού Ηρακλειώτη», Μανώλη Παρλαμά, αφού έβγαλε εις πέρας την αποστολή του και τις δύο φορές, επέστρεψε ικανοποιημένο στην Ελαφόνησο.
1956. Όταν το «Παναγία Κοίμησης» είχε μετατραπεί σε αλιευτικό.
Το 1943 το «Παναγία Κοίμησης» έρχονταν από τον Πειραιά με «ναύλο» για τα Βάτικα, κυβερνήτης του ήταν ο Γρηγόρης Χριστοδουλάκος από τη Μεγάλη Σπηλιά. Ο ιδιοκτήτης και Κυβερνήτης του θα κατέβαινε την άλλη ημέρα από το Πειραιά με το καινούργιο καΐκι του, το «Κάβος Σπάθη», που το κατέβαζε από το Ναυπηγείο του Ψαρρού. Στον Κάβο Μάλια, εκεί το περίμεναν, το αιχμαλώτισε με το ναύλο του και το «επίταξε» το Ε.Λ.Α.Ν., οπού για δύο χρόνια το «Παναγία Κοίμησης» συμμετείχε ανάμεσα στο στόλο του Ε.Λ.Α.Ν.. Για δύο χρόνια το "ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΟΙΜΗΣΗΣ'' έγινε η ναυαρχίδα του μικρού στόλου του Ε.Λ.Α.Ν. Έγινε μια εμφανή αλλαγή στο καΐκη, τοποθέτησαν επάνω στο σκάφος όπλα και ένα πολυβόλο. Με το "ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΟΙΜΗΣΗΣ" ο Ε.Λ.Α.Ν. αιχμαλώτησε τη Γερμανική τορπιλάκατο,που την έφεραν στην Ελαφόνησο μαζί με τον μόνο επιζώντα Γερμανό Τζώρτζ.Το 1945 η Ελληνική Κυβέρνηση το παρέδωσε στον ιδιοκτήτη του που το παρέλαβε από το λιμάνι της Καλαμάτας κι από εκεί ξεκίνησε και πάλι τα ταξίδια του σε όλα τα γνωστά λιμάνια.
Το 1948 -1950, η διάνοιξη των δρόμων εσωτερικά της Πελοποννήσου προς τα παραλιακά μέρη, διευκόλυνε τη μεταφορά του εμπορίου προς τα αστικά κέντρα. Παράλληλα, όμως, ήταν η αιτία να παρακμάσει η ζωή των εμποροκάικων. Πολλοί τότε εμποροκαπεταναίοι βλέποντας τη βαθμιαία και ολοένα αυξανόμενη πτώση της ισχύος των, πούλησαν τα καΐκια τους και «μπαρκάρισαν» στα καράβια του Εμπορικού Ναυτικού. Εν τω μεταξύ είχε αρχίσει με αργούς και προοδευτικούς ρυθμούς να αναπτύσσεται η Ναυτιλία μας για να πάρει τις μεγάλες διαστάσεις τη δεκαετία του 1950.
Ένας από αυτούς που αναγκάσθηκε να πάρει το μεγάλο δρόμο ήταν ο ιδιοκτήτης και Κυβερνήτης του «Παναγία Κοίμησης» Πέτρος ο Τσουλακος. Έτσι, ο ίδιος το 1949 «μπαρκάρισε» σε φορτηγό πλοίο εγκαταλείποντας για πάντα το αγαπημένο του καΐκι, που το άφησε στον αδελφό του τον Κούλη, τον Τσουλάκο, εξυπηρετώντας τοπικές ανάγκες στις γύρω περιοχές, Βάτικα – Κύθηρα - Γύθειο. Με τις λίγες απολαβές που είχε τώρα το εμπόριο λόγω της επικρατούσης καταστάσεως το 1952 το «Παναγία Κοίμησης» μετατρέπεται σε « Αλιευτικό», γίνεται λοιπόν ψαροκάικο, ψαρεύοντας στη περιοχή μας και στη Μεσσηνία. Την Άνοιξη του 1956 και του 1957 το καΐκι το νοίκιασαν εποχιακά τα αδέλφια Χρήστος και Μήτσος Αρώνης ή αλλιώς τα «Παυλάκια» μαζί με το Λευτέρη Αρώνη το «Νυχατσό» από τον Αη Γιώργη. Το «Παναγία Κοίμησης» μαθημένο στα ταξίδια, κατέβηκε πρόθυμα μαζί με τις ανεμότρατες του Κουντουριάρη του Ρουβέλα, του Μηνά του Σταθάκη και ψάρευε για δυο χρονιές στις ακτές της Αφρικανικής Ηπείρου.
Το 1958 ο Κούλης ο Τσουλάκος, που έφευγε για την Κρήτη, πούλησε το καΐκι και το αγόρασε ο Γιώργης Αρώνης ο Κριαρακόγιωργης, που ήταν αυτή την εποχή σκαλιέρης στο χωριό. Το «Παναγία Κοίμησης» εκ νέου μετασχηματίζεται, αφού του κάνανε κάποιες αλλαγές, το κυριότερο του «ξήλωσαν τη κουβέρτα» για να δώσουν χώρο στο αμπάρι. Αλλαγές που του επέτρεπαν να μεταφέρει το πλήθος των γυναικών που έβγαιναν καθημερινά στις «αργατιές» του Κάμπου, καθώς και γαϊδούρια, άχυρα, χαλίκι. Εν ολίγοις, αξιοποιήθηκε πάλι ως σκαλιέρικο και έκανε καθημερινά τη διαδρομή Τηγάνι-Υπόστεγο.
Κάπου, όμως, το «Παναγία Κοίμησης» «κουράστηκε», η φθορά ήταν μεγάλη σαν σκαλιέρικο, η συντήρηση σε τέτοια καΐκια ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, τα «παγιόλα» του άρχιζαν να σαπίζουν. Το 1965 το σύρανε «στας στεριάς», εκεί στις «Πλάκες» κάτω από του Μπιζονικόλα το σπίτι «άφησε τα κόκκαλά του». Το «Παναγία Κοίμησης», το καΐκι με τους πολλαπλούς ρόλους, ως άλλος πολυμήχανος Οδυσσεύς, ανταποκρίθηκε από την αρχή ως το τέλος της ζωής του, στις επιταγές και τις ανάγκες των καιρών, του τόπου και των κατοίκων του. Ένα απλό καΐκι με πολυσχιδές έργο που επιτέλεσε το καθήκον του αξιοποιώντας όλες του τις δυνάμεις, ένα καΐκι με ψυχή που έδωσε ζωή στον τόπο και τους ανθρώπους του.